- ζευγνύω
- (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω)1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.)3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ' ὑπ' ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. (για ίππους) σελλώνω, ετοιμάζω για ιππασία2. δένω, στερεώνω («ζεύξας τοὺς ἀσκοὺς δεσμοῑς», Ξεν.)3. παθ. ζεύγνυμαιμτφ. δένομαι («πότμῳ ζυγείς» — δεμένος με τα δεσμά τού πεπρωμένου, Πίνδ.)4. συνδέω, συνάπτω, συναρμόζω (α. «σανίδες... μακραὶ ἐΰξεστοι ἐζευγμέναι», Ομ. Ιλ.β. «ζεῡξαι ὀδόντας», Ιπποκρ.)5. (για γλύπτες) κατασκευάζω άγαλμα με ενωμένα τα πόδια («τῷ πόδε ζευγνύντες», Ηλιόδ.)6. συνδέω με γάμο, παντρεύω7. παντρεύομαι («γάμοις ἔζευξ' 'Αδράστου παῑδα» — παντρεύτηκα την κόρη τού Αδράστου, Ευρ.)7. μέσ. ζεύγνυμαια) (για άνδρα) νυμφεύομαιβ) συνδέομαι με γέφυρα («ζεύγνυσθαι τὸν Βόσπορον», Ηρόδ.)8. φρ. «ζεύγνυμι γέφυραν» — κατασκευάζω, στήνω γέφυρα9. τοποθετώ στο πλοίο καθίσματα κωπηλατών («οἳ δή τοι πρῶτον ζεῡξαν νέας ἀμφιελίσσας», Ησίοδ.)10. καρφώνω με σανίδες παλιά πλοία («ζεύξαντες τὰς παλαιὰς [ναῡς] ὥστε πλωΐμους εἶναι», Θουκ.)11. παρατάσσω αντιπάλους ξιφομάχους ανά δύο12. (για δίκες) έχω δεσμό ομοδικίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγ-νυ-μιΠρόκειται για αθέματο ενεστ. (δηλ. ενεστ. σε -μι) με πρόσφυμα -νυ- και απαθή βαθμίδα ρίζας (*yeu-g- «ενώνω, συνδέω») που συνδέεται με τους ενεστ. με έρρινο ένθημααρχ. ινδ. yunak-ti, λατ. iungo (απ' όπου το γαλλ. joindre κι απ' αυτό [αρχ. γαλλ. joign-] το αγγλ. join), λιθ. iung-iu. Η απαθής βαθμίδα εμφανίζεται υστερογενώς και στα παράγωγα τού ρήματος εκτός από τα ζυγός*, ζυγόν. Ήδη στην Αρχαία ο ενεστ. ζεύγνυμι μεταπλάστηκε σε -ω (ζευγνύω).ΠΑΡ. ζεύγλη, ζεύγμα, ζεύγος, ζευκτήρ, ζευκτός, ζεύξη (αρχ. -ις).ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αναζεύγνυμι, αντιζεύγνυμι, αποζεύγνυμι, διαζεύγνυμι, εγκαταζεύγνυμι, ενζεύγνυμι, ενιζεύγνυμι, επαναζεύγνυμι, επιζεύγνυμι, επισυζεύγνυμι, καταζεύγνυμι, μεταζεύγνυμι, παραδιαζεύγνυμι, παραζεύγνυμι, παρακαταζεύγνυμι, παρασυζεύγνυμι, προδιαζεύγνυμι, προσζεύγνυμι, προσυζεύγνυμι, συγκαταζεύγνυμι, συζεύγνυμι, συναναζεύγνυμι, συνεπιζεύγνυμι, συνυποζεύγνυμι, υπερδιαζεύγνυμι, υποζεύγνυμινεοελλ.αποζευγνύω), διαζευγνύω, συζευγνύω. Βλ. και λ. ζεύγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Look at other dictionaries:
ζευγνύω — ζεύγνυμι yoke pres subj act 1st sg ζεύγνυμι yoke pres subj act 1st sg ζεύγνυμι yoke pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίψος — Αρχαίαπόλη της Φρυγίας. Το καλοκαίρι του 301 π.Χ. δόθηκε κοντά στην Ι. ονομαστή μάχη ανάμεσα στον στρατό του ισχυρότατου στρατηγού Αντίγονου και στις δυνάμεις των βασιλιάδων Κάσσανδρου, Λυσίμαχου, Σέλευκου και Πτολεμαίου. Οι τελευταίοι… … Dictionary of Greek
αναζεύγνυμι — ἀναζεύγνυμι και νύω (ΑΜ) μσν. (για αρχηγό στρατού) γυρίζω πίσω, επιστρέφω με το στράτευμα μου αρχ. 1. (για στρατό) ζεύω πάλι τα υποζύγια, ξεκινώ, αναχωρώ 2. (για πλοία) ξεκινώ, αποπλέω 3. διαλύω, μετακομίζω το στρατόπεδο 4. φρ. «ἀναζεύγνυμι διά… … Dictionary of Greek
διγαμοζεύκτης — ο (Μ) ο ιερέας που ενώνει με την ευλογία του δίγαμο άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίγαμος + ζευγνύω] … Dictionary of Greek
ζευγνοσύνη — ζευγνοσύνη, ή (Μ) [ζευγνύω] σύνδεσμος, δεσμός … Dictionary of Greek
ζεύγω — βλ. ζεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μεταπλασμένος ενεστ. ζεύγω από τον αόριστο έζευξα τού ρ. ζευγνύω] … Dictionary of Greek
ζεύξιμος — η, ο [ζευγνύω] 1. ο κατάλληλος να ζευχθεί, αυτός στον τράχηλο τού οποίου μπορεί να τοποθετηθεί ζυγός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζεύξιμο το ζέψιμο, η ζεύξη … Dictionary of Greek
ζυγή — ζυγή, ἡ (AM) ζεύγος αρχ. (ως όργανο βασανισμού) ζυγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζευγνύω. Μτγν. τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ζυγ τού θ. ζευγ (πρβλ. φεύγω > φυγή)] … Dictionary of Greek
καταδηνύω — και καταδήω (Α) δένω με μαγικούς δεσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δηνύω, μεταπλασμένος τ. τού δίδημι «δένω» κατά τα ρ. σε (ν)ύω (πρβλ. ζεύγνυμι: ζευγνύω, ρώννυμι: ρωννύω), που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ. (πρβλ. και κατα δίδημι)] … Dictionary of Greek
καταζεύγνυμι — και καταζευγνύω (Α) 1. ζευγνύω μαζί 2. στρατοπεδεύω 3. παθ. καταζεύγνυμαι α) (για ορθή γωνία) γίνομαι οξεία β) περιορίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ζεύγνυμι «ζεύω»] … Dictionary of Greek